- ελειοβάτης
- ἑλειοβάτης και ἑλειβάτης, ο (Α)1. αυτός που περπατάει μέσα στα έλη, που κατοικεί σε ελώδη περιοχή2. «ἑλειοβάται» — οι κάτοικοι τής Αιγύπτου ή τού Δέλτα τού Νείλου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑλειοβάται — ἑλειοβάτης walking the marsh masc nom/voc pl ἑλειοβάτᾱͅ , ἑλειοβάτης walking the marsh masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλειοβάτας — ἑλειοβάτᾱς , ἑλειοβάτης walking the marsh masc acc pl ἑλειοβάτᾱς , ἑλειοβάτης walking the marsh masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… … Dictionary of Greek